- μετακαυστήρας
- ο(μηχανολ.) συμπληρωματικός θάλαμος καύσης διαμορφωμένος στο οπίσθιο τμήμα στροβιλοαντιδραστήρα και πριν από το ακροφύσιο εξόδου τών καυσαερίων, ο οποίος χρησιμεύει για την αύξηση τής ωστικής ισχύος τού αντιδραστήρα.
Dictionary of Greek. 2013.